υγιεινότητα

υγιεινότητα
η, Ν
η ιδιότητα τού υγιεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινός. Η λ., στον λόγιο τ. ὑγιεινότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όζον — Αέριο με χαρακτηριστική διαπεραστική οσμή που αποτελείται από μία αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου· έχει τριατομικό μόριο, αντίστοιχο στον τύπο Ο3. Την ύπαρξή του εντόπισε ο Ολλανδός Μάρτιν βαν Μάρουμ (1750 1837) το 1785, με αφορμή την ιδιάζουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”